- πηξιθάλαττα
- πηξιθάλατταshe that freezes the seafem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηξιθάλαττα — ἡ, Α (για γυναίκα με πανουργία) αυτή που μπορεί να πήξει ακόμη και τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πήξις + θάλαττα] … Dictionary of Greek